Λουριώτικο λεξιλόγιο (Μέρος Β΄)




Το σύνολο των δύσκολων λέξεων ή των τεχνικών όρων που χρησιμοποιούνται κατά κόρον στο Λούρο και στις γύρω περιοχές...


Μπάκα = κοιλιά

Μπακακάκι = βάτραχος

Μπακανιάρκο = αδύνατος με μεγάλη 
κοιλιά

Μπακίρ(ι) = πεπόνι

Μπόλι = εμβόλιο δένδρων

Μπάντα κι άλλη = δεξιά και αριστερά

Μπανταλός = τσαπατσούλης

Μπαργάτς = το δοχείο που παίρνουν νερό από το πηγάδι

Μπατσούλσα = κουτούλησα

Μπασιάκοι = καλικάντζαροι

Μπιζέρσα = απηύδησα

Μπίτ, Μπίτσα = καθόλου, τέλειωσα

Πλαντάζω = φωνάζω δυνατά, σκάω από τα κλάματα

Μπλέτς = γυμνός, χωρίς ρούχα

Μπόκολο = το μικρό

Μπονόρα = ανατολή του ηλίου

Μπορμπόλια, Μπόρμπολοσαλιάρ = σαλιγκάρια

Μπούβλιακας = ο Λούρος ποταμός

Μπούζ = κρύο

Μπούζια = χείλια

Μπούλαρος = είδος φιδιού της περιοχής (ο τυφλίτης )

Μπούρλωσε = πρότεινε

Μπουσταρέλα = σαύρα

Μπουτσόν = μπουκάλι

Μπουχαρής = καμινάδα

Μσό = μισό

Μσοφέγγαρο = μισό φεγγάρι

Μχούστ = η εμποροπανήγυρη

Ντάλα μεσμέρ = καταμεσήμερο

Ντράβαλο = φασαρία

Ξαστόχσε = ξέχασε

Ξεζγάλσα, Γραντσούνσα = χάραξα, χάλασα

Ξεζορκαίβω, Ξεζορκαίψ, = ξεγυμνώνω, ξεγυμνώσου

Ξεκουμπίς = Φύγε απ’εδώ

Ξεματώχ = επίτηδες

Ξεμπλετσόθκα, Ξεμπλέτσουτο = ξεγυμνώθηκα, γυμνό

Ξίκ = φύγε, εξαφανίσου

Ξεκάλτσουτο = χωρίς κάλτσες

Ξαποσταίνω = ξεκουράζομαι

Ξεσφαϊς = φύγε από εδώ

Ξεσβερκιάσκα = έκοψα τον λαιμό, με πόνεσε ο λαιμός από την κούραση

Ξπόλτος = ξυπόλυτος

Οργιό, Ουργιό = ρίγος

Ουρθή = όρθια

Οχτρός = εχθρός

Παπάρα = ψωμί μουσκεμένο

Παρασάνταλο = πολύ τσαπατσούλης, κακοφτιαγμένος

Παρασκάλσα = έβγαλα το γοφό (πόδι)

Παρμάρα = τρέμολο

Παρτσακλός = πολύ άτσαλος

Πασαλίφτκα, πασαλμένο = γέμισα με …, εντελώς χάλια

Παστρικιά = η ελευθέρων ηθών (μεταφορικά)

Πατάκα = πατάτα

Πατούρα = χάλια

Πατσαλός = τσαπατσούλης, άτσαλος

Πίγκα = το μαλλί άλουστο, βρόμικο, γεμάτο σκόνη

Πλακίδα = μικρή κότα

Πλάρ = πουλάρι

Πλί = πουλί

Πλίχουρας = σκόνη

Πλοκός = είδος καλαμιού στο βάλτο του Λούρου ποταμού


Πνύκα = πνίγηκα

Ποδοβολή = καλπάζοντας

Πομπόθκα, με πούμπωσε = πνίγηκα, με έπνιξε

Πούντα = βαριά γρίπη

Πουρνό = πρωινό

Πού’στε = που είστε

Πούστς = πούστης

Πτάνα = πουτάνα

Πυροστιά = ο τρίποδας που τοποθετούμε στην φωτιά για βάση ψησίματος

Ρεχάτ = ξεκούραση

Ρόκα = καλαμπόκι, (το φυτό και ο καρπός του)

Σαρμανίτσα = κούνια μωρού

Σερκό = αρσενικό

Σιαλαφός = χαζός

Σιάνω = φτιάχνω, κατασκευάζω

Σιαπέρα = προς τα εκεί

Σιαφούρτο = σκουπίδι (ειρωνεία)

Σιέρπετο = ερπετό (ειρωνεία)

Σιουμπέκ(ι) = άνθρωπος με άσχημο παρουσιαστικό (τιποτένιος)

Σιουράω = σφυρίζω

Σιούρξε = (αυτός) τρελάθηκε

Σκαλτσούν = κάλτσα

Σκαλτσούνια = οι γυναικείες κάλτσες πάνω από το γόνατο

Σκάμνα, Σκαμνιά = μούρα, μουριά

Σκιά = συκιά

Σκλέντζα = παραδοσιακό παιχνίδι του χωριού μας

Σκλί = σκύλος

Σκλιτζούργια = πολύ αδύνατα πόδια

Σκλίκ = σκουλήκι, χάλια (μεταφορικά)

Σκόπ = παλούκι

Σκορδοκαϊλα = δεν με νοιάζει

Σκούζω = κλαίω

Σκρούμπος = στάχτη κυρίως από μαλλιά, ( έχω  το στόμα σκρούμπο = ξερό)

Σκτί = ρούχο

Σλέν = σου λένε

Σμά = πολύ κοντά

Σνί = ταψί

Σοκάκι = στενός δρόμος

Σοκακιάρα = αυτή που γυρνά, από σπίτι σε σπίτι για κουτσομπολιό

Σοροβολιό = σέρνοντας

Σπλιγκιάσκα = στενοχωρήθηκα

Στλιάρ = το στευλιάρι, ο πολύ λεπτός

Στραβοκατίνσα = σκόνταψα

Στραβομουτσούνιασα = έκανα μορφασμό

Στρουμπλό = στρουμπουλό, χοντρό

Σουργούνι = γελοίος, περίγελος

Σπλίξ = σπλίξη

Σπρίδ = σπουργίτη

Σφρουτζούλατο = πέτα το δυνατά

Σων = φτάνει

Σώθκα = σώθηκα

Τ’αντρόκ = καλπάζοντας σαν άλογο

Ταμπιχτοκέφαλα = (έπεσα στο έδαφος) με το πρόσωπο στο χώμα

Τγάν = τηγάνι

Τζουρνάρα = νερό που χύνεται πολύ

Τήρα, Τράω = κοίτα, κοιτάζω

Τον ματάδες = τον ξανάδες

Τσάχαλο = πολύ μικρή πέτρα

Τσγάρες = τσιγάρα

Τσακίσκα = χτύπησα

Τσακστεί, Τσακίστκε = τσακιστεί, χτυπήσει, χτύπησε

Τσαρκαλεύω = ψάχνω επίμονα

Τσερλιό = κόψιμο, τον έπιασε κόψιμο

Τσεκλίσκα = σκίστηκε το ρούχο μου

Τσερτσόπ = χωμάτινο υψωματάκι, που κάθεται η μπίλια (βόλος), στο ομώνυμο παιχνίδι

Τσιάπαλα = (τον έπιασε στα πράσα)

Τσίπρο = τσίπουρο

Τσώπα = μην βγάζεις μιλιά, μην μιλάς

Φασούλια = τα φασόλια

Φουλτάκα, φουλτάκιασα = φουσκάλα, γέμισα φουσκάλες

Φούρος = ο φούρνος

Φουροκάλυβο = σκέπαστρο, καλύβα για τον φούρνο

Φσκάλα = φυσαλίδα

Χαλεύω = ζητώ, ψάχνω

Χαμπάρ = χαμπάρι, είδηση

χαρνέτο’ς = να σου πάρω το κακό, είσαι πολύ ωραίος

Χαψιά =μπουκιά

Χειμωνικό = καρπούζι

Χρήνα = λερώθηκα πολύ  

Χσούζκος = χρουσούζικος

Ψχάλα = ψιχάλα

Ψχαλίζ = ψιχαλίζει



ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΥΡΟ

 ΚΩΝ/ΝΟΥ Θ. ΖΑΚΑ